παράβλεπε

παράβλεπε
παραβλέπω
look aside
pres imperat act 2nd sg
παραβλέπω
look aside
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραβλέπω — παράβλεψα 1. Βλέπω πολύ καλά: Βλέπω και παραβλέπω. 2. βλέπω κάπως, δεν βλέπω ικανοποιητικά: Μετά την εγχείρηση η γιαγιά δεν παραβλέπει. 3. κάνω πως δε βλέπω, αδιαφορώ, δε δίνω πολλή σημασία: Μπορεί να κάνει λάθη ο υπάλληλος, μα παράβλεπε και συ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”